-
1 κατα-λάμπω
κατα-λάμπω, 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς ϑάλατταν sept. sap. conv. 18.
-
2 καταλάμπω
A shine upon or over, c. gen., ὧν ὁ ἥλιος κ. Pl.R. 508d: also c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plu.Cic.22;ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτόν Id.Ages.24
, cf. Luc.Prom.19:—[voice] Pass.,ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι X.Mem.4.7.7
, cf. E.Tr. 1070(lyr.), Ion87(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλάμπω
См. также в других словарях:
καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… … Dictionary of Greek